- κομβόλβουλος ή κονβόλβουλος
- (Convolvulus). Γένος φυτών της οικογένειας των κομβολβουλιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 250 είδη σε παγκόσμια κλίμακα. Πρόκειται για μονοετείς ή πολυετείς πόες ή μικρούς θάμνους, ύψους μέχρι 1 μ. Ο βλαστός είναι όρθιος, αναρριχώμενος ή έρπων, με απλά, έμμισχα, συνήθως ακέραια φύλλα. Τα άνθη είναι χοανοειδή και συνήθως μονήρη, αν και μπορεί να σχηματίζουν ακραίες ή μασχαλιαίες ταξιανθίες. Οι καρποί είναι υποσφαιρικές δίχωρες κάψες, με δύο σπόρους σε κάθε χώρο.
Αξιόλογο είδος –αυτοφυόμενο και στην Ελλάδα– είναι ο κ. ο τρίχρους (Convolvulus tricolor). Πρόκειται για μονοετή, έρπουσα, τριχωτή πόα, με ωοειδώς λογχοειδή ή αντωοειδή, επιφυή φύλλα· τα άνθη της είναι μονήρη, με λευκή στεφάνη και κυανό κράσπεδο, ενώ ο καρπός της είναι χνουδωτή κάψα.
Με αφετηρία τον αυτοφυή κ. έχουν δημιουργηθεί πολλές μονόχρωμες ή ποικιλόχρωμες ποικιλίες, που καλλιεργούνται στους κήπους για καλλωπιστικούς σκοπούς. Σπέρνονται τον Απρίλιο και ανθίζουν από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο. Ευδοκιμούν σε ηλιόλουστα σημεία. Τα άνθη τους ανοίγουν την ημέρα και κλείνουν το βράδυ.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 13 ακόμα είδη, όπως ο κ. ο αδρότριχος, ο κ. οπολύρριζος, ο κ. ο γραμμοειδής, ο κ. ο κομψότατος, ο κ. ο αρουραίος, ο κ. ο σικελικός, ο κ. ο ελαιόφυλλος κ.ά.
To είδος κομβόλβουλος ο αρουραίος φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα.
Κομβόλβουλος ο τρίχρους· βελτιωμένες ποικιλίες του καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς.
Dictionary of Greek. 2013.